- παραβλάστη
- παραβλάστ-η, ἡ,A sidegrowth, offshoot, Thphr.HP1.2.6.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παραβλάστη — η, ΝΑ βλαστός που φύτρωσε κοντά στο μητρικό φυτό από τις ρίζες ή από τον υπόγειο κορμό του και μπορεί να μεταφυτευθεί ως ανεξάρτητο φυτό νεοελλ. ο εμβρυϊκός ιστός αμέσως μετά τον πρώτο σχηματισμό τού εμβρύου. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + βλάστη… … Dictionary of Greek
παραβλάστας — παραβλάστᾱς , παραβλάστη sidegrowth fem acc pl παραβλάστᾱς , παραβλάστη sidegrowth fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παράβλαστος — ο παραβλάστη, παραφυάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + βλαστός] … Dictionary of Greek
παραβλάστημα — το, ΝΑ [παραβλαστάνω] η παραβλάστη … Dictionary of Greek